- συνεψιαω
- συνεψιάωσυν-εψιάωвместе играть Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεψιάω — Α παίζω ταυτόχρονα με κάτι άλλο ή παίζω μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἑψιῶ / ῶμαι «παίζω, διασκεδάζω»] … Dictionary of Greek
συνεψιάουσα — συνεψιάω play together pres part act fem nom/voc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεψία — συνεψίᾱ , συνεψιάω play together pres imperat act 2nd sg συνεψίᾱ , συνεψιάω play together imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)